Πώς
έκανε κάποιος για να περάσει από το αυτό
σε εκείνο;
και
πώς το ξέρουμε;
του
Εμμανουήλ Μαυρομμάτη
Ομότιμου
καθηγητή
του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Η
δημιουργία κι η οργάνωση ομαδικών
εκθέσεων συνέστησαν ένα μεγάλο μέρος
της εικαστικής μου δραστηριότητας από
το 1976 μέχρι σήμερα. Η κύρια ιδέα αυτής
της επιλογής είναι ότι η έκθεση δεν
αποτελεί απλά την επίδειξη και την
τακτοποίηση ατομικών εργασιών των
καλλιτεχνών μέσα σε ένα κοινό χώρο, αλλά
ότι υλοποιεί κάθε φορά συσχετισμούς
των εργασιών μεταξύ τους, με
συγκεκριμένους τρόπους. Οι συσχετισμοί
είναι το έργο, είναι ο λόγος της
έκθεσης. Διαφορετικά, μιλούμε για
ιστορικές εκθέσεις, για πληροφορίες
που συγκροτούν τα αρχεία
της τέχνης και υλοποιούν τη μνήμη.
Χωρίς αρχεία δεν υπάρχει μεταβίβαση,
κριτική και αναθεώρηση των ιδεών. Η άλλη
όμως πλευρά, οι εκθέσεις των συσχετισμών,
ήταν η κύρια προσωπική μου αναζήτηση
και αφορούσε το πώς εσωτερικά και
διαφορετικά μεταξύ τους κίνητρα
διαφορετικών καλλιτεχνών, μπορεί να
εξωτερικεύονται με συγγενικούς μεταξύ
τους τρόπους ή πώς αντίθετα, συγγενικά
μεταξύ τους κίνητρα συγγενικών μεταξύ
τους καλλιτεχνών, μπορεί να εξωτερικεύονται
με διαφορετικούς τρόπους.
Η
παρατήρηση εννοεί ότι η μορφολογική
συγγένεια δεν προϋποθέτει αναγκαστικά
την ανταπόκριση στην ίδια πρόθεση ή
στην ίδια έννοια και ότι τα στυλ
λειτουργούν ως απλά εργαλεία αναγνώρισης
και ταξινόμησης των παρόμοιων ή των
αντίθετων -και των διαβαθμίσεων μεταξύ
τους. Αλλά το ερώτημα είναι σχετικό με
τη λογική που οργανώνει το πέρασμα από
μια πρόθεση συγκεκριμένη ή αόριστη σε
ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα και με τα
στάδια των διαδοχικών τους μεταποιήσεων:
εν τέλει το ερώτημα είναι η σχέση ανάμεσα
στην πρόθεση και στο οπτικό αποτέλεσμα
και αν υπάρχει σχέση. Τι είναι πιο
σημαντικό, οι λέξεις της περιγραφής
της σχέσης ή οι συλλογισμοί της
σχέσης που τη στηρίζουν και αποσυναρμολογούν
την περιγραφικότητα των λέξεων; Ή πως
υλοποιούνται στο έργο οι συλλογισμοί
που το προκάλεσαν; Από το 1976 μέχρι σήμερα
οι εκθεσιακές μου εργασίες αφορούσαν
αυτά τα ερωτήματα. Σήμερα, οι εκθεσιακές
μου εργασίες οδηγούνται όλο και
περισσότερο να είναι συλλογισμοί.
Η
έκθεση του 1976 (ήταν η πρώτη μου αναλυτική
έκθεση: Διαδικασίες/Συστήματα), είχε
το πλεονέκτημα για την εποχή της ότι
έθεσε απευθείας και με αρκετά καθαρό
τρόπο ένα συγκεκριμένο ερώτημα: από
ποιες διαδικασίες προέκυψε ένα αποτέλεσμα;
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι σήμερα
το ερώτημα θεωρείται δεδομένο, αλλά την
εποχή εκείνη αποτελούσε μια σημαντική
ανατάραξη στο ελληνικό καλλιτεχνικό
πεδίο. Επίσης, οι καλλιτέχνες που
συμμετείχαν (Όπυ Ζούνη, Μιχάλης
Κατζουράκης, Γιάννης Μίχας, Γιάννης
Μπουτέας, Μπία Ντάβου, Παντελής Ξαγοράρης,
Ναυσικά Πάστρα), μολονότι ήταν
προσανατολισμένοι σε διαφορετικά πεδία
(γεωμετρία, ύλη, τεχνολογία, μαθηματικά,
πληροφορική), είχαν την κοινή ιδιότητα
να δείχνουν τόσο καθαρά το πώς
συναρμολογήθηκαν οι εικόνες τους, ώστε
το έργο να εκθέτει καθεαυτό τις ιδέες
του, χωρίς να είναι απαραίτητη η ερμηνεία
των συλλογισμών. Αυτή η έκθεση θεωρείται
σήμερα ιστορική, αναλύεται σε διδακτορικές
διατριβές και είχε πολύ μεγάλη απήχηση
στην έντυπη πληροφόρηση και στην κριτική.
Για μένα προσωπικά ήταν η θεμελίωση του
έκτοτε τρόπου της σκέψης μου σχετικά
με την βασική μου απασχόληση στην
μετέπειτα εκθεσιακή μου εργασία. Η
εργασία μου οργανώνεται ως προς το
ερώτημα, πώς αυτό έγινε εκείνο;
Επίσης, ως προς ένα δεύτερο, επόμενο
ερώτημα: πώς έκανε κάποιος για να
περάσει από το αυτό σε εκείνο; Το πρώτο
είναι ερώτημα θεωρίας γιατί
προϋποθέτει τον συλλογισμό που φαίνεται
να είναι ο πιο κατάλληλος, για να
κατανοηθεί το πέρασμα. Το δεύτερο, είναι
ερώτημα μεθόδου: με ποιους τρόπους
η θεωρία υλοποιήθηκε; Στην πρακτική,
αυτά τα ερωτήματα είναι η κεντρική ιδέα
της συναρμολόγησης της ιστορίας και θα
ήταν αδύνατο να συγκροτήσουμε την
οποιαδήποτε λογική κατανόηση των
περασμάτων από το ένα στο άλλο (από
την αρχική πρόθεση σε μια οποιαδήποτε
κατάληξη), χωρίς να εντοπιστούν
πρώτα οι διαφορές του ενός από το άλλο.
Την ιστορία (τη διαδοχή, την
ταυτοχρονικότητα και την αναδρομικότητα)
συγκροτούν κυρίως οι διαφορές -από τις
διαφορές διαπιστώνονται οι ομοιότητες-
και τα αρχεία της ιστορίας είναι η
αποθήκη για να αντληθούν οι συσχετισμοί.
Οι
εκθέσεις μου που ακολούθησαν το αμέσως
επόμενο διάστημα, ήταν εμφανώς αρχειακές
και αποσκοπούσαν στη συγκέντρωση και
στην επισήμανση συγκεκριμένων πληροφοριών
για τους καλλιτέχνες. Μου έδωσαν τη
δυνατότητα να σχηματίσω ένα αρχείο
προσωπικών μου συνομιλιών μαζί τους,
από το οποίο άντλησα δημιουργικές
περιέργειες για τις εικαστικές τους
διασυνδέσεις. Αυτή ήταν η πληροφοριακή
περίοδος της ζωής μου στηριγμένη στην
τυπική ιστορική μέθοδο της ταξινόμησης
και ήταν οι εκθέσεις, Εικόνες Ελληνικής
Τέχνης 1 και 2 στο Ζάππειο που
απέβλεπαν σε δύο τυπικές ενότητες, την
αφαίρεση και την παράσταση. Ήταν
οι Εικόνες ελληνικής τέχνης 1/1978,
Αφαίρεση, εικόνα-αντικείμενο, γεωμετρία
επέμβαση τεχνολογία (44 καλλιτέχνες)
και οι Εικόνες ελληνικής τέχνης 2/1979,
Η δομή της εικόνας και οι παραστάσεις
της. Θεματικές διηγήσεις και συστηματικοί
ορισμοί. (51 καλλιτέχνες).
Στο
Παρίσι, στη συνέχεια, ακολούθησα την
ίδια καταγραφική τακτική από το 1983-84
έως το 1985 και οργάνωσα στη Γαλλία 5
εκθέσεις νέων Ελλήνων καλλιτεχνών του
Παρισιού στα Μορφωτικά Κέντρα του Massy,
του Mans, του Montreuil και στο Πανεπιστήμιο
του Bordeaux Figures
excessives,
tensions
ordonnées
des
formes,
écritures
technologiques
-περίπου
40 καλλιτέχνες) και μια έκθεση ελληνικής
χαρακτικής στον Δήμο του Montreuil (Art
et
Littérature
en
Grèce.
Aspects
de
la
gravure
grecque
contemporaine
-35
Έλληνες χαράκτες).
Η περίοδος του Παρισιού ολοκληρώθηκε
το 1984 με την έκθεση, στο Γραφείο Τύπου
της ελληνικής Πρεσβείας, Το
πρώτο πέμπτο (Le
premier
cinquième
-Γιώργος
Γκολφίνος, Βύρων Ζέρβελης, Γιάννης
Κόττης, Χάρυ Λάμπερ, Αντον Νίκογλου,
Γιώργος Σκυλογιάννης, Βασιλική Τσεκούρα,
Χρήστος Τζίβελος, Νίκος Τζιώτης, Γιάννης
Φωκάς) και στην Ελλάδα, το 1985, με την
έκθεση 54 Ελλήνων καλλιτεχνών του Παρισιού
στη Δημοτική
Πινακοθήκη της
Ρόδου, (και ταυτόχρονα στη Σύρο) με 94
έργα: ήταν η έκθεση, Εισαγωγικά
κεφάλαια
στη σύγχρονη ελληνική τέχνη. Οι ΄Ελληνες
καλλιτέχνες στη Γαλλία. 1960:
ύλη
και χειρονομία, σύστημα και έννοια.
1980:
ιστορικές
ανακεφαλαιώσεις. Λίγο
νωρίτερα, το 1983, είχα οργανώσει στην
ίδια Δημοτική
Πινακοθήκη
Ρόδου
την
πρώτη μεγάλη ιστορική έκθεση χαρακτικής
με εργασίες 50 Ελλήνων καλλιτεχνών
(Μορφοπλαστικές
και τεχνικές αναζητήσεις της ελληνικής
χαρακτικής, 1892-1982)
και από τότε, με την ολοκλήρωση αυτών
των αρχειακών ερευνών, αισθάνθηκα πιο
ελεύθερος να ασχοληθώ αποκλειστικά μ’
αυτό που με απασχολούσε πάντοτε: τη
σχέση του λόγου (της
αιτίας, της πρόθεσης, της ιδέας) με
εκείνο το οποίο λέγεται.
Επρόκειτο
στην πράξη για την αναζήτηση των
παρεκκλίσεων ανάμεσα σ’ εκείνο και
σ’ αυτό (ή, αντίστροφα), του συλλογισμού
και του πράγματος, της πρόσληψης
και της αναπαραγωγής της πρόσληψης,
της εικόνας της πρόσληψης και του
αντικειμένου της πρόσληψης, -εν
συντομία, επρόκειτο για την καθυστέρηση
(le retard) της κατανόησης ότι δεν
συμπίπτουν οι χρόνοι -και ότι η ζωγραφική
και το πράγμα δεν λειτουργούν
ταυτόχρονα: ότι αυτό δεν είναι εκείνο
(η ζωγραφική του πράγματος δεν έχει
σχέση με το πράγμα) και ότι συνιστά
παρεξήγηση (malentendu) η ψευδαίσθηση
ότι η ζωγραφική υποκαθιστά το πράγμα
αποστασιοποιούμενη από τη φθορά του (η
καθυστέρηση), όταν ακριβώς η
αποστασιοποίηση η ίδια κατοχυρώνει ότι
η ζωγραφική δεν είναι το πράγμα -ότι
είναι μόνη της. Η αυτάρκεια της ζωγραφικής
δεν συνιστά απλά το συμπέρασμα που
προκύπτει από τα ερωτήματα: πώς αυτό
έγινε εκείνο; και, πώς έκανε κάποιος
για να περάσει από το αυτό σε εκείνο;
αλλά από την απάντηση στο ερώτημα: και
πώς το ξέρουμε; Το ερώτημα συνεπώς
προϋποθέτει ότι ο συλλογισμός του
περάσματος διαβάζεται ως μια αναγνώσιμη
δομή και όχι ως μια ταυτολογική πρόταση
που διαπιστώνεται μόνο από την ίδια την
περιγραφή του εαυτού της. Η ταυτολογική
πρόταση εννοεί ότι οι λέξεις
συγχέονται με τα πράγματα ή ότι
αντικαθιστούν τα πράγματα. Η σύγχυση
που λειτουργεί ως προς τη ζωγραφική
είναι ότι επί αιώνες θεωρήθηκε πώς το
σχεδιασμένο γεωμετρικό προοπτικό
σύστημα (η πρόσληψη -το βλέμμα Α-
και το αντικείμενο του βλέμματος -η
φύση Β-) είναι ήδη ένθετα στην ιδιότητά
της, παραγνωρίζοντας ότι η ζωγραφική
είναι κάθε φορά και ανάλογα με τις
συνθήκες της, μια εκάστοτε ειδική
σχέση, ως προς τις εκάστοτε άλλες,
οποιεσδήποτε ειδικές επίσης σχέσεις:
ανάμεσα στο βλέμμα και στη φύση
(ανάμεσα στο Α και στο Β) υπάρχει το Γ
(η ζωγραφική), χωρίς την οποία η σχέση
του Α και του Β είναι βίωμα, -αλλά
δεν είναι πράγμα. Το βίωμα δεν
συγχέεται με το πράγμα, -το βίωμα
στη ζωγραφική είναι απλά η ενδεχόμενη
ανάμνηση του πράγματος-χωρίς το
πράγμα.
Με
την ιδέα ότι τα πράγματα είναι το
αρχικό αντικείμενο συλλογισμού γιατί
αυτό προσλαμβάνουμε, πραγματοποίησα
το 1997 στο Κέντρο Σύγχρονης Εικαστικής
Δημιουργίας Ρεθύμνης, την έκθεση Ad
hoc και/and in situ, κατά την οποία το αιτούμενο
ήταν να γίνει κατανοητή η έννοια της
εργασίας από τη σχέση της με τον τόπο
μέσα στον οποίο εκείνη ακριβώς τη
στιγμή λειτουργούσε και ότι αντίστοιχα
δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει (δεν θα
είχε λόγο να λειτουργήσει) η ίδια η
συγκεκριμένη εργασία, σε ένα διαφορετικό
τόπο: Γιώργος Γκολφίνος, Νίκη
Καναγκίνη, Αγγελική Κορκού, Ευσεβία
Μιχαηλίδου, Ζάφος Ξαγοράρης, Ηλίας
Παπαηλιάκης, Ρένα Παπασπύρου, Νίνα
Παππά, Τάσος Τριανταφύλλου, Γιώργος
Τσακίρης. Αλλά η σχέση της εργασίας με
τον τόπο (με την εξωτερικότητα) είναι
η μία από τις εκδοχές του αναλυτικού
συλλογισμού: η άλλη εκδοχή είναι η σχέση
της εργασίας με τη δική της ιστορία
και οι δύο εκδοχές (γεωγραφία και
ιστορία) είναι οι κύριες παράμετροι
για να προσδιοριστούν οι συνιστώσες
από τις οποίες θα κατανοηθεί η λειτουργία
της ζωγραφικής και του πράγματος:
είτε ως προς τη γεωγραφική θέση εκείνου
που βλέπει αυτό που βλέπει, είτε ως
προς τη γεωγραφική θέση εκείνου που
βλέπεται από εκείνον που το βλέπει.
Η
έκθεση ήταν το κίνητρο για να οδηγηθώ
στο επόμενο σκέλος του συλλογισμού και
ήταν η προέλευση (η ιστορία) της εργασίας.
Είναι το ερώτημα της αρχής: Πώς
αυτό έγινε εκείνο;
Πώς
έκανε κάποιος για να περάσει από το αυτό
σε εκείνο;
και πώς
το ξέρουμε;
Η έκθεση που οργάνωσα το 2001 στο Πειραματικό
Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Νεάπολης το
οποίο είχα δημιουργήσει στον Δήμο
Νεάπολης (Θεσσαλονίκη) ένα χρόνο πριν,
είχε ως αντικείμενο τα στάδια του
σχεδιασμού του προγράμματος της εργασίας.
Επρόκειτο για τις διαδοχές του περάσματος
από τον προγραμματισμό μιας οργάνωσης
στην τελική της ή στην ενδεχόμενη
υλοποίηση της οργάνωσης και αυτά τα
στάδια συνέδεαν με την πρώτη μου έκθεση
Διαδικασίες/Συστήματα
γιατί
υποστήριζαν ότι το έργο δεν είναι η
κατάληξη, αλλά ότι είναι λόγος
του,
οι διαδοχικοί συλλογισμοί
που
το συγκρότησαν -είναι
όλα μαζί.
Η έκθεση είχε τον τίτλο, Σχεδιασμοί
και Προγράμματα Υλοποίησης και
μεταφέρθηκε τον ίδιο χρόνο στο Εικαστικό
Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Λάρισας με
τους καλλιτέχνες, Γιάννη Ανδρέου, Σοφία
Γαλανού, Βασιλική Γκότση, Ειρήνη
Γρηγοριάδου, Νούλη Γρηγοριάδου, Τάκη
Καλδή Αντώνη Κέλλη, Ευσεβία Μιχαηλίδου,
Μαρία Ξενούλη, Ηλία Παπαηλιάκη, Αντώνη
Σταθόπουλο, Τάσο Τριανταφύλλου. Με τους
ίδιους καλλιτέχνες, λειτούργησε και η
ανάλογη έκθεση που οργάνωσα το 2002 στην
Haritos
Gallery στην
Αθήνα, (Οργανώσεις
Χώρων και Εικόνες ΄Υλης),
ενώ επανήλθα, το 2013, στον προηγούμενο
τίτλο (Σχεδιασμοί
και Προγράμματα Υλοποίησης στην
Αίθουσα
Τέχνης Camp,
στην Αθήνα), προσθέτοντας τους καλλιτέχνες,
Ιωάννα Ασσάνη, Ιωάννα Γκούμα, Μάρω
Καραγκουνάκη, Γιώργο Λαζόγκα, Γιάννη
Μπουτέα, Ρένα Παπασπύρου, Ξενή Σαχίνη,
Άγγελο Σκούρτη, Γιώργο Τσακίρη. Η έκθεση
υποδείκνυε έμμεσα το πέρασμα, από
το πως έως πού,
διαμορφώθηκε η εργασία του κάθε καλλιτέχνη
και υπήρχε η έμμεση ιδέα μιας αυτοβιογραφίας
που επανέλαβα στην έκθεση Αυτοβιογραφικά
Συστήματα την
οποία οργάνωσα στις Πλατφόρμες
της
Art
Athina,
το 2015.
Το
πρόβλημα που αναλύεται είναι πάντοτε
η τριπλή σχέση, ανάμεσα στο αντικείμενο
της
πρόσληψης (είτε αυτό είναι πράγμα
είτε
είναι ιδέα)
και η μεταφορά του ή, η μη-μεταφορά του,
από το υποκείμενο
της
πρόσληψης σε ένα ενδιάμεσο φορέα που
υλοποιούσε και πιστοποιούσε το γεγονός
ότι υπήρξε πράγματι πρόσληψη (η ζωγραφική).
Αυτή η συμβολική λογική (το Β προσλαμβανόμενο
από το Α και πιστοποιούμενο στο Γ), ήταν
η βασική σχέση που στην έκθεση Σχεδιασμοί
και Προγράμματα Υλοποίησης,
εννοούσε επιμέρους διαφορετικές
υποθέσεις. Η μια υπόθεση είναι ότι το
Α, δεν μεταφέρει το Β στο Γ, αλλά ότι
εγκαθίσταται στο Β. Το Β πιστοποιείται
ως επιλογή του βλέμματος. Το ίδιο το Β
είναι Γ. Η άλλη υπόθεση είναι ότι το Α
λειτουργεί απευθείας στο Γ, χωρίς το Β.
Το Α είναι Γ. Μια τρίτη υπόθεση είναι
ότι το Γ δεν αναφέρεται πουθενά ως
συσχετισμός και λειτουργεί ως προς τον
εαυτό του, ως απροσδιόριστη ύλη χωρίς
προέλευση από το Β ή χαρακτηρισμό του
από το Α, αλλά ως επιδεχόμενο να ενταχθεί
σε ένα οποιοδήποτε σύστημα εφόσον ως
άμορφο υπόκειται στην οποιαδήποτε χρήση
να είναι ενδεχόμενο βίωμα ή ενδεχόμενη
παράσταση. Αυτές οι σχέσεις που αποτέλεσαν
την αφίσα της έκθεσης Σχεδιασμοί
και Προγράμματα Υλοποίησης, το
2001, στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης παρουσίαζαν
μια επόμενη εκδοχή στην έκθεση, Ο
τόπος είναι αλλού,
το 2007, στην Αίθουσα
Τέχνης Μέδουσα,
Αθήνα (Αντώνης Κέλλης, Βούλα Μασούρα,
Ευσεβία Μιχαηλίδου, Τάσος Τριανταφύλλου),
στην οποία απουσίαζε το Β : το Β ήταν
λογικά το αναφορικό
αντικείμενο,
μιας έκθεσης (Α) που λειτουργούσε μόνο
ως προς την απουσιάζουσα αναφορά της.
Στην
έκθεση που παρουσιάζω φέτος στις
Πλατφόρμες της Art Athina 2016 (Η πόλη
δεν είναι ένα δέντρο, Ιωάννα Ασσάνη,
Ειρήνη Γρηγοριάδου, Μαρία Καραγκουνάκη,
Αλεξάνδρα Νασιούλα, Θανάσης Πάλλας,
Άγγελος Σκούρτης, Βαρβάρα Σπυρούλη),
αντιμετωπίζεται η διαφορετική εκδοχή
των σχέσεων Α, Β και Γ: είτε το Α και το
Β λειτουργούν το καθένα για τον εαυτό
του -είναι η αποσύνδεση ή ο διαχωρισμός,
-καμιά σχέση μεταξύ του Α και του Β,
είτε συμπεριλαμβάνονται (το Β περιλαμβάνεται
στο Α) είτε διατέμνονται: αλλού το Α και
το Β συμπεριλαμβάνονται και αλλού
αποσυνδέονται-διαχωρίζονται. Η αναγωγή
του Α και του Β σε ένα τρίτο Γ, είναι η
συνάρτηση που αντικαθιστά τις
προηγούμενες μετωπιαίες σχέσεις:
αποσυνδεμένα το Α και το Β συναντώνται
στο Γ. Η σχέση της πρόσληψης (το
περιβάλλον της αντίληψης, -pattern) με
την εφαρμογή της πρόσληψης (το
περιβάλλον του πραγματικού κόσμου
που μελετάται ως προς το pattern) είναι
το έργο. Ο τίτλος της έκθεσης είναι
δανεισμένος από τον Christopher Alexander και
εννοεί τον διαχωρισμό της κατασκευής
(η λογική) από την οργανικότητα (η
φύση).
Με
τον καιρό, όλο και περισσότερο αντιμετωπίζω
τις τέχνες ως λογικές συναρτήσεις. Με
ενδιαφέρουν μελλοντικά οι σχέσεις της
καθυστέρησης και της παρεξήγησης.
Θα μου εξηγούσαν το αντίστροφο σκέλος
της αρχικής υπόθεσης. Το σκέλος αυτό θα
ήταν τότε αντίστοιχα, η στασιμότητα,
σε αντίθεση προς τη ροή :
Πώς
αυτό δεν έγινε εκείνο;
Πώς
έκανε κάποιος για να μην περάσει από το
αυτό σε εκείνο;
και
πώς το ξέρουμε;
Αθήνα,
25 Μαρτίου 2016.
Το
άρθρο αυτό εκδόθηκε στη περιοδική έκδοση
Τέχνης και Πολιτισμού Τέχνης ΄Ιχνη,
αριθ. 10, Μάϊος 2016, του Συλλόγου Καλλιτεχνών
Εικαστικών Τεχνών Βορείου Ελλάδος,
ΣΚΕΤΒΕ -έκδοση αφιερωμένη στην
Συλλογικότητα στην Τέχνη.
How did this became that?
How did someone do to go from this to that?
and how do we know?
by
Emmanuel Mavrommatis
Honorary Professor
of the Aristotle University of Thessaloniki
Honorary Professor
of the Aristotle University of Thessaloniki
The
creation and organisation of group exhibitions has been a large part
of my artistic activity from 1976 to this day. The main idea behind
this choice was that an exhibition is not just the display and
organisation of individual works by artists in a shared space but
that it materializes correlations
between the works in specific ways every time. The correlations
are the work, the reason
for the exhibition. In any other case, we are talking about historic
exhibitions, about information that comprise the archives
of art and materialise
memories. Without archives there is no transition, criticism and
revision of ideas. The other side, however, the exhibitions of
correlations,
was my main personal quest and relates to how the internal and
different motives of various artists can be externalised in ways that
relate to each other or how, on the contrary, affiliated motives of
associated artists can be externalised in different ways.
This
observation implies that formalist affinity does not necessarily
presuppose responses to the same intention
or the same concept
and that styles
function simply as tools for the identification and classification of
the similar or divergent – and the gradations between them. The
question however, relates to the logic that organises the passage
from one specific or vague intention to a specific result and to the
stages of their successive alterations: in essence, the question is
the relationship between the intention
and the visual result and if there is a relationship. What is more
important, the words
of the description of the relationship or the inferences
of the relationship that support it and disassemble the
descriptiveness of the words? Or how is the reasoning that caused it
materialised in the work? From 1976 to this day my curatorial
activity has been concerned with these questions. Today, my
curatorial activities are driven all the more to becoming inferences.
The
1976 exhibition (this was my first analytical exhibition:
Processes/Systems),
had the advantage for its time of setting a specific question in a
direct and clear way: From which processes did a result occur? One
could assume that today the question is assumed, but at that time it
was an important issue for the Greek artistic world. Also, the
participating artists (Opy Zouni, Michalis Katzourakis, Giannis
Michas, Giannis Bouteas, Bia Ntavou, Pantelis Xagoraris, Nausica
Pastra), although oriented towards different fields (geometry,
matter, technology, mathematics, IT), had the shared capacity of
showing very clearly how their images were assembled so that the work
exhibited its ideas itself without the interpretation of their
inferences being necessary. Today, this exhibition is considered
historic, has been analysed in various doctoral theses and had great
resonance in the contemporary printed media and art criticism. For me
personally it was the foundation of my way of thinking and related to
my subsequent curatorial activity. My work is organised in relation
to the question how
did this become that?
Also, in relation to a second, subsequent question: how
did someone do to go from this to that? The
first is a theory
question because it presupposes the questioning that appears to be
the most appropriate for understanding the passage. The second is a
method
question: in what ways was the theory materialised? In practice,
these questions are the central idea for the assemblage of history
and it would be impossible to compile any logical understanding of
the passages from one
to the other
(from the initial intention
to any conclusion),
without first identifying the differences between one and the other.
History (succession,
simultaneity,
and retroactivity)
comprises mainly the differences – similarities are identified via
differences – and the archives
of history are the storeroom of correlations.
The
exhibitions that followed immediately after was clearly archival
and aimed at collecting and pin-pointing specific information about
the artists. They offered me the opportunity to form an archive of my
personal discussions with them from which I derived creative
curiosities about their artistic connections. This was the
informational period of my life based on the typical historic method
of classification and included the exhibitions Images
of Greek Art 1
and 2
at Zappeion that aimed at two typical chapters, abstraction
and representation.
They were Images
of Greek Art 1/1078, Abstraction, image-object, geometry intervention
technology
(44 artists) and Images
of Greek Art 2/1979, The structure of the image and its
representations. Thematic narratives and systematic definitions.
(51 artists).
Later,
in Paris I followed the same recording tactic from 1983-84 to 1985
and organised 5 exhibitions of young Greek artists of Paris at the
Educational Centres of Massy, Mans, Montreuil and the University of
Bordeaux (Figures
excessives,
tensions
ordonnées
des
formes,
écritures
technologiques
–approx. 40 artists) and an exhibition of Greek engraving at the
Municipality of Montreuil (Art
et
Littérature
en
Grèce.
Aspects
de
la
gravure
grecque
contemporaine
-35 Greek engravers).
The Paris period was completed in 1984 with the exhibition at the
Press Office of the Greek Embassy, The
First fifth
(Le
premier
cinquième
–Giorgos Golfinos, Vyron Zervelis, Giannis Kottis, Harris Lambert,
Anton Nikoglou, Giorgos Skylogiannis, Vsiliki Tsekoura, Christos
Tzivelos, Nikos Tziotis, Giannis Phocas) and in Greece, in 1985, with
the exhibition of 54 Greek artists from Paris at the Municipal
Gallery of Rhodes (and simultaneously on Syros) with 94 works: this
was the exhibition Introductory
chapters in contemporary Greek art.
Greek
artists in France. 1960: matter and gesture, system and concept.
1980: historic synopsis. A
little earlier, in 1983, I had organised again at the Rhodes
Municipal Gallery
the first large historical exhibition of engravings with works by 50
Greek artists (Morphoplastic
and technical quests of Greek engraving, 1892-1982)
and from then on, with the completions of this archival research, I
felt freer to become involved exclusively with that which interested
me always: the
relationships between the reason
(the cause, the intention, the idea) and
that which is said.
In
practice it was the quest for the derogations between that
and this
(or, visa versa), between the questioning
and the thing,
the perception
and the reproduction
of the perception, the image
of the perception and the object
of the perception, -in short, the delay
(le
retard)
of the understanding that timings do not coincide –and that
painting
and the thing
do not function simultaneously: that this
is not that
(the painting of the thing is not related to the thing) and that the
illusion that painting substitutes the thing detached from its decay
(the delay)
constitutes a misunderstanding,
since it is this very detachment that affirms that painting is not
the thing – it is on its own. Painting’s self-sufficiency does
not simply constitute the conclusion that occurs from the questions:
how did that become this? and how
did someone do to go from this to that? but
from the answer to the question: and how
do we know?
The question thus presupposes that the questioning of the passage is
read as a legible structure and not as a tautological
proposal that is ascertained only by the description of itself. The
tautological proposition means that words
are confused with things
or replace things. The confusion that operates in relation to
paintings is that for centuries it was considered that the drawn,
geometric perspective
system
(the perception –gaze
A-
and the object of the gaze –nature
B-)
are already inlaid within it, bypassing that painting is every time
and depending on its circumstances, a special relationship, in
relation to every other equally special relationships: between the
gaze
and nature
(between A and B) there is C (painting),
without which the relationship between A and B is an experience
–but not a thing.
The experience
is not confused with the thing
–the experience
in painting is simply the potential memory
of the thing –without
the thing.
With
the notion that things
are the initial object of questioning because it is what we perceive,
in 1997 I organised the exhibition Ad
hoc and in situ
at the Rethymno
Centre of Contemporary Artistic Creation,
in which the focal point was to explain the idea of the work from its
relationship with the place
in which it functioned at that particular moment and that,
respectively, it could not function (it would have no reason to
function) in a different place:
Giorgos Golfinos, Niki Kanagkini, Aggeliki Korkou, Eusevia
Michailidou, Zafos Xagoraris, Ilias Papailiakis, Rena Papaspyrou,
Nina Pappa, Tasos Triantafyllou, Giorgos Tsakiris. But the
relationship of the work with the place
(with exteriority)
is one of the versions of the analytical questioning: the other
version is the relationship of the work with its own history
and both versions (geography
and history)
are the main parameters that define the coordinates which help
comprehend the function of painting
and the thing:
either in relation to the geographical position of whom
sees what they sees,
or in relation to the geographical position of that
which is being seen by whom is seeing it.
This
exhibition was the motive to move onto the next step of the
questioning which was the origin (the history) of the work. It is the
question of the beginning: How
did this became that? How did someone move from this to that? and
how do we know?
The exhibition I organised in 2001 at the Neapolis
Experimental Centre of Contemporary Art
which I had established in the Municipality of Neapoli (Thessaloniki)
the year before, focused on the phases of the planning of the work
programme. It related to the successions of the passage from the
planning of an organisation to its final or potential materialisation
and these stages were connected to my first exhibition
Processes/Systems
because they both supported the notion that the work is not the
conclusion, but is its reason,
the successive questionings
that comprised it – they are all
together.
The exhibition was entitled Planning
and Materialization Programmes
and later travelled to the Larisa
Contemporary Art Centre.
The artists who participates were Giannis Andreou, Sofia Galanou,
Vasiliki Gkotsi, Irene Grigoriadou, Nouli Grigoriadou, Takis Kaldis,
Antonis Kellis, Eusevia Michailidou, Maria Xenouli, Ilias
Papailiakis, Antonis Stathopoulos, Tasos Triantafyllou. The same
artists also participated in a similar exhibition I organised in 2002
at the Haritos
Gallery
in Athens, (Organisations
of Spaces and Images of Matter).
In 2013 I reverted to the previous title (Planning
and Materialization Programmes at
the
Camp Art Gallery
in
Athens),
with
the additional of the artists Ioanna Assani, Ioanna Gkouma, Maro
Karagkounaki, Giorgos Lazongas, Giannis Bouteas, Rena Papaspyrou,
Xeni Sahini, Aggelos Skourtis, Giorgos Tsakiris. The exhibition
indirectly demonstrated the passage from the how
to the where
each artist’s work was formed and there was an indirect notion of
an autobiography which I repeated in the exhibition Autobiographical
Systems
which I organised at the Art
Athina Platforms
in 2015.
The
problem always analysed is the tripartite relationship between the
object
of the perception (whether this is a thing
or an idea)
and its transferal or non-transferal, from the subject
of the perception to an intermediate vehicle that materialised and
certified the fact that the perception actually existed (the
painting). This symbolic logic (B perceived by A and certified by C)
was the basic relationship which in the exhibition Planning
and Materialization Programmes had
partially different hypotheses. One hypothesis was that A does not
transfer B to C but is installed in B. B is certified by the choice
of the gaze. B is C. The other hypothesis was that C does not refer
to anything as a correlation and functions in relation to itself as
undefined matter without originating from B or being defined by A but
as potentially being included in any system since it is formless and
can therefore be subject to any use which is a potential experience
or representation. These relationships, that were included in the
poster for the 2001 Planning
and Materialization Programmes exhibition
in Neapolis, Thessaloniki, also represented a subsequent version of
the exhibition The
Place is Elsewhere, in
2007, at the Medousa
Art Gallery,
Athens (Antonis Kellis, Voula Masoura, Eusevia Michailidou, Tasos
Triantafyllou) where B was absent: B was logically the referential
object
of an exhibition (A) that functioned only in relation to its absent
reference.
In
the exhibition I am presenting this year at the Art Athina 2016
Platforms,
(The
City is not a Tree,
Ioanna Assani, Irene Grigoriadou, Maria Karagkounaki, Alexandra
Nasioula, Thanasis Pallas, Aggelos Skourtis, Barbara Spirouli), a
different version of the relationships between A, B and C is being
examined: either A and B function for themselves –disconnection
or separation
– no relationship between A and B whether they are included (B is
included in A) or dissected: A and B are sometimes included and
others disconnected-separated. The reduction of A and B to a third C,
is the correlation
that replaces the previous frontal relationships: disconnected, A and
B meet in C. The relationship between the perception
(the environment
of
the
perception
–pattern) with the application
of the perception
(the environment
of
the
real
world
being studied in relation to the pattern) is the work. The title of
the exhibition has been borrowed from Christopher Alexander and
relates to the distinction between the construction
(logic) and organicity
(nature).
With
time and all the more I confront the arts as logical correlations. In
the future I am interested in examining the relationship between
delay
and misunderstanding.
This would help explain the reverse aspect of the initial hypothesis.
This aspect would then respectively be, stagnation
in contrast to flow:
How
did this not became that?
How did someone do to not go from this to that?
and how do we know?
How did someone do to not go from this to that?
and how do we know?
Athens, 25 March 2016.